“Μαμά… κοίτα τον ουρανό…”

Απόγευμα Κυριακής και είναι μία από αυτές τις στιγμές που η κούραση όλων ανακατεύεται μέσα στο σπίτι και γίνεται ένα «κουβάρι» από καυγάδες χωρίς αληθινό λόγο. Λίγο πριν της φώναξα και μου φώναξε. Έχουμε χωριστεί από τις αρχικές φωνές και λίγο μετά επανέρχεται εκείνη γλυκά γι αυτό που σε πρώτη ανάγνωση νομίζω ότι είναι απλά το δεύτερο ημίχρονο ενός οικογενειακού ματς. Ξεκινάει η συζήτηση από την αρχή: «Μαμά, γιατί μου φώναζες πριν;», «Γιατί σου φώναζα; Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις ότι….».

Είμαστε στην κουζίνα του σπιτιού μας και η ώρα είναι περίπου 8.00 μ.μ. Το σούρουπο έχει αρχίσει να πέφτει κι ο ουρανός παίρνει ένα γλυκό μαβί χρώμα. Η κουρτίνα είναι τραβηγμένη από το πρωί, όταν μαγειρεύαμε δυο μας και την τράβηξε εκείνη για να μπαίνει ο πρωινός ήλιος. Εγώ έχω «σηκώσει τα μανίκια» για τον δεύτερο γύρο, κι ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζομαι να υπερασπιστώ τον εαυτό μου που φώναξε, να εξηγήσω λογικά όλα τα λάθη της και όλα όσα θα με δικαιώσουν… εκείνη στρέφει το βλέμμα της προς το τζάμι, μου δείχνει έξω το σούρουπο και λέει «Μαμά… κοίτα πόσο όμορφος είναι ο ουρανός…».

Φρττττ… εξαφανίστηκαν όλα μου τα επιχειρήματα σαν να τα έδιωξε το μαγικό ραβδί μιας νεράιδας. Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα άφωνη, αμίλητη κι ακίνητη. Και μετά την πήρα απλά αγκαλιά. Για αρκετά λεπτά δεν κουνιόμασταν αλλά μείναμε ακίνητες σε αυτή τη θέση, δίπλα στο τζάμι, με τον ουρανό να μας κάνει συντροφιά.
«Σ’ αγαπώ πολύ», ψιθύρισα μαγεμένη. «Κι εγώ το ίδιο» είπε εκείνη.
Και μείναμε σιωπηλές και όλες οι κουβέντες σταμάτησαν.

Τι έγινε αλήθεια;
Πώς μπήκε ο ουρανός στη σκηνή και μας μεταμόρφωσε;
Ο ουρανός μας μεταμόρφωσε ή η Χριστίνα μου που τον είδε;
Και πώς μπόρεσε η Χριστίνα μου να τον δει τον ουρανό σε μία τόσο φορτισμένη στιγμή;
Γιατί ο ουρανός είναι κάθε απόγευμα στην ίδια θέση. Κι ο ήλιος δύει περίπου την ίδια ώρα κάθε βράδυ. Και το φεγγάρι κάνει κύκλους και λάμπει τη νύχτα. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο ίδιος κύκλος.

Υπάρχει ένα συναίσθημα που αγαπώ πολύ. Awe λέγεται στ’ αγγλικά και στα Ελληνικά το λέμε δέος/θαυμασμό. Εγώ προτιμώ τη λέξη συγκίνηση. Είναι ένα συναίσθημα που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια από γλυκύτητα. Μπλέκεται και με την ευγνωμοσύνη, έχει και λίγο απολαμβάνειν. Έτσι ένιωσα εκείνη την ώρα με τη Χριστίνα μου και τον ουρανό, με τον ουρανό και τη Χριστίνα μου. Σαν να ήρθε κάτι ξαφνικά και να έλιωσε όλες μου τις άμυνες και όλη τη λογική μου. Ένα 11χρονο παιδί, το παιδί μου, μου έδειξε χωρίς πολλά λόγια πόσο μικροί και ασήμαντοι είναι αυτοί οι καβγάδες – κουβάρι. Σαν να κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο και πιο όμορφο στο διπλανό τζάμι.
Έχω γράψει κι αλλού για την ομορφιά τ’ ουρανού. Όμως, αυτή τη φορά, σε αυτή τη στιγμή με τη μικρή μου κόρη, συμβόλιζε και κάτι παραπάνω. Ο ουρανός ήταν η απεραντοσύνη. Ήταν ένα μήνυμα για την αγάπη. Ήταν για να θυμηθούμε ότι κάποια πράγματα έχουν νόημα και κάποια όχι.
Το πήρα το μήνυμα και σώπασα ευτυχώς.

Πόσα μηνύματα έρχονται άραγε που μου ξεφεύγουν από τα λόγια και τις σκέψεις που βιάζονται να ξεχειλίσουν;

Spread the love